θανατηφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρος — α, ο και ος, ον (AM θανατηφόρος, ον) αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο χτύπημα» β. «περίοδος θανατηφόρος», Πλάτ.) νεοελλ. αυτός που επισύρει ως ποινή τον θάνατο μσν. αυτός που… … Dictionary of Greek
θανατηφόρος — α, ο επίρρ. α αυτός που προκαλεί θάνατο: Θανατηφόρο δηλητήριο. – Θανατηφόρα επιδημία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θανατηφόροις — θανατήφορος death bringing masc/fem/neut dat pl θανατηφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρον — θανατηφόρος masc/fem acc sg θανατηφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρου — θανατήφορος death bringing masc/fem/neut gen sg θανατηφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρους — θανατήφορος death bringing masc/fem acc pl θανατηφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρων — θανατήφορος death bringing masc/fem/neut gen pl θανατηφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρῳ — θανατήφορος death bringing masc/fem/neut dat sg θανατηφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρα — θανατηφόρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόροι — θανατηφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)